ντε φάκτο
Προφορά
Ετυμολογία
ντε φάκτο └λατιν┘ de facto
Ερμηνεία
└επίρρημα┘ ντε φάκτο
✦ πολιτικός και διπλωματικός όρος που δηλώνει ότι μια πολιτική ή στρατιωτική κατάσταση αναγνωρίζεται ως γεγονός από τα ίδια τα πράγματα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ντε γιούρε
Επιρρήματα
–