νταούλι
Προφορά
Ετυμολογία
νταούλι μεσαιωνική ελληνική ταβούλιον, υποκοριστικό του τούρκικου davul
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το νταούλι
✦ παραδοσιακό μουσικό όργανο που μοιάζει με μεγάλο τύμπανο, αποτελείται από ξύλινο κύλινδρο, οι βάσεις του οποίου είναι καλυμμένες από δέρμα τεντωμένο, παίζεται με δύο ειδικά ξύλινα πλήκτρα και βγάζει χαρακτηριστικό βροντερό ήχο: τον ένα με κλαρίνο, τον άλλο με πίπιζα και τον τρίτο με νταούλι (Γ. Μπεράτης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–