νταντεύω
Προφορά
Ετυμολογία
νταντεύω νταντά
Ερμηνεία
└ρήμα┘ νταντεύω
✦ φροντίζω μικρό παιδί: με τούτα τα ίδια μου τα χέρια που σε ντάντεψα και σ’ ανάθρεψα (Β. Ρώτας)
✦ (συνεκδ.) φροντίζω υπερβολικά κάποιον, παραχαϊδεύω
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–