νταλώνω
Προφορά
Ετυμολογία
νταλώνω μεσαιωνική ελληνική ἐνταλώνω (= σκοτεινιάζω, θολώνω)
Ερμηνεία
└ρήμα┘ νταλώνω
✦ προξενώ σε κάποιον σκοτοδίνη, ζαλίζω κάποιον
✦ (μέσ.) νταλώνομαι, πάσχω από σκοτοδίνη ή ίλιγγο, ζαλίζομαι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–