νταλκαδιάζομαι


νταλκαδιάζομαι
Προφορά

Ετυμολογία
νταλκαδιάζομαι νταλγκάς – νταλκάς

Ερμηνεία
νταλκαδιάζομαι

✦ κ. νταλκαδιάζομαι ρ. (νταλ(γ)καδ-ιάστηκα, -ιασμένος) κατέχομαι από ανικανοποίητο ερωτικό πόθο, έχω ερωτικό καημό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.