νταλιάνι


νταλιάνι
Προφορά

Ετυμολογία
νταλιάνι └τουρκ┘dalyan (= είδος διχτυού)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το νταλιάνι

✦ είδος παλιού βραχύκαννου και εμπροσθογεμούς ντουφεκιού χρησιμοποιούμενο πριν και κατά την ελληνική Επανάσταση του 1821
✦ κλειστός παραθαλάσσιος χώρος για αλιεία ψαριών, το ιχθυοτροφείο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.