ντίλερ


ντίλερ
Προφορά

Ετυμολογία
ντίλερ └αγγλ┘dealer

Ερμηνεία
ντίλερ

✦ άκλ. ουσ. εταιρεία που αγοράζει και πωλεί προϊόντα άλλης εταιρείας, εμπορικός αντιπρόσωπος
✦ πρόσωπο που έχει ως επάγγελμα την πώληση προϊόντων διά μέσου παρουσιάσεων σε ομάδες καταναλωτών (σε σπίτια, γραφεία κτλ.)
✦ πρόσωπο που διακινεί ναρκωτικά από τον έμπορο στους χρήστες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.