ντάρλιγκ


ντάρλιγκ
Προφορά

Ετυμολογία
ντάρλιγκ └αγγλ┘darling

Ερμηνεία
ντάρλιγκ

✦ άκλ. αγαπημένος, λατρευτός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.