ντάμπινγκ
Προφορά
Ετυμολογία
ντάμπινγκ └αγγλ┘dumping
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└άκλιτο┘ το ντάμπινγκ
✦ στο διεθνές εμπόριο, η πώληση προϊόντος κάτω του κόστους με σκοπό τον παραμερισμό του ανταγωνισμού τρίτων |(ιατρ.) σύνδρομο ντάμπινγκ, σύνολο συμπτωμάτων (ναυτία, αίσθημα αδυναμίας, διάρροια κτλ.) που εμφανίζονται σε άτομα που έχουν υποστεί γαστρεκτομή, συν. μετά τη λήψη τροφής
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–