νοστώ


νοστώ
Προφορά

Ετυμολογία
νοστώ αρχαία ελληνική νοστέω -ῶ

Ερμηνεία
ρήμα νοστώ -είς, -εί

✦ επιστρέφω στο σπίτι μου ή στην πατρίδα μου: ένας Αιγύπτιος ναυάγησε σ’ ένα μαγικό νησί και, μόνο ύστερα από βασανιστικές εμπειρίες, σώζεται και νοστεί (Δ. Ιακώβ)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.