νοστιμεύω


νοστιμεύω
Προφορά

Ετυμολογία
νοστιμεύω νόστιμος

Ερμηνεία
ρήμα νοστιμεύω

✦ κάνω κάτι νόστιμο, εύγευστο
(μτφ. ) κάνω κάτι κομψό, χαριτωμένο
✦ (αμτβ.) γίνομαι νόστιμος, αποκτώ ευχάριστη γεύση
(μτφ. ) γίνομαι κομψός
✦ (μέσ.) νοστιμεύομαι, λαχταρώ να γευθώ κάτι, λιμπίζομαι: εσύ νοστιμεύτηκες τη γυναικούλα τη σπιτικιά, τη δειλή, την αθώα (Β. Ρώτας)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.