νοσταλγός


νοσταλγός
Προφορά

Ετυμολογία
νοσταλγός μεσαιωνική ελληνική νοσταλγός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό ή θηλυκό┘ ο, η νοσταλγός

✦ ο κατεχόμενος από νοσταλγία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.