νοσταλγικός


νοσταλγικός
Προφορά

Ετυμολογία
νοσταλγικός └ουσ┘ νοσταλγία

Ερμηνεία
επίθετο┘ νοσταλγικός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με τη νοσταλγία
✦ που προκαλεί τη νοσταλγία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
νοσταλγικά (Κ νοσταλγικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.