νοσομανία
Προφορά
Ετυμολογία
νοσομανία νοσομανής
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η νοσομανία
✦ ο νοσηρός φόβος για τις αρρώστιες, που καταλαμβάνει κάποιον σε τέτοιο βαθμό ώστε να ασχολείται συνεχώς με την υγεία του, αρρωστομανία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–