νοσηρότητα


νοσηρότητα
Προφορά

Ετυμολογία
νοσηρότητα νοσηρός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η νοσηρότητα

✦ η ιδιότητα του νοσηρού, οργανική, ψυχική ή ηθική μη υγιής κατάσταση: νοσηρότητα του οικογενειακού περιβάλλοντος
✦ η συχνότητα νόσησης πληθυσμού σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.