νοσηλεύω Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply νοσηλεύωΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/4/νοσηλεύω.mp3Ετυμολογίανοσηλεύω αρχαία ελληνική νοσηλεύω Ερμηνεία└ρήμα┘ νοσηλεύω ✦ παρέχω ιατρική περίθαλψη σε ασθενή, θεραπεύω αρρώστους ✦ (μέσ.) νοσηλεύομαι, δέχομαι ιατρικές φροντίδες Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–