νοσήλια


νοσήλια
Προφορά

Ετυμολογία
νοσήλια πληθ. └ουδ┘ του μεταγενέστερη ελληνική επιθ. νοσήλιος

Ερμηνεία
νοσήλια

✦ ουσ. η δαπάνη για τη νοσηλεία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.