νοούμενο
Προφορά
Ετυμολογία
νοούμενο └ουδ┘ της μτχ. του παθητ. ενεστ. του ρήματος νοώ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το νοούμενο
✦ το αντιληπτό μόνο με τον νου, το υπεραισθητό
✦ (γραμμ.) σχήμα κατά το νοούμενο, συμφωνία των όρων της προτάσεως όχι κατά τον γραμματικό τους τύπο αλλά κατά την έννοιά τους
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–