νονά
Προφορά
Ετυμολογία
νονά └λατιν┘ nonnus
Ερμηνεία
νονά
✦ η ανάδοχος σε βάφτιση
✦ (μτφ. ) νονοί, άνθρωποι του υποκόσμου, που επιβάλλουν, εκβιαστικά, αντί αμοιβής, την «προστασία» τους σε ύποπτους ή παρανομούντες: φρ. νονοί της νύχτας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
αναδεκτός, βαφτισιμιός
Επιρρήματα
–