νομοτέλεια
Προφορά
Ετυμολογία
νομοτέλεια νόμος + τέλος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η νομοτέλεια
✦ η ιδιότητα φαινομένου, γεγονότος κτλ. να υπάρχει ή να λειτουργεί σύμφωνα με ορισμένους νόμους, η αναγκαία αντικειμενική σχέση μεταξύ αιτίου και αιτιατού
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–