νομοθετώ


νομοθετώ
Προφορά

Ετυμολογία
νομοθετώ αρχαία ελληνική νομοθετέω-ῶ

Ερμηνεία
ρήμα νομοθετώ -είς, -εί

✦ θέτω νόμους, θεσπίζω κανόνες δικαίου: οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν (Κ. Καβάφης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.