νομοθέτρια


νομοθέτρια
Προφορά

Ετυμολογία
νομοθέτρια αρχαία ελληνική νομοθέτης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο νομοθέτρια

✦ θηλ. νομοθέτρια (Κ -θέτις, -ιδος) πρόσωπο που θεσπίζει και επιβάλλει νόμους
(μτφ. ) πρόσωπο που θέτει τους θεμελιώδεις κανόνες μιας επιστήμης, τέχνης κτλ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.