νομισματοπώλης


νομισματοπώλης
Προφορά

Ετυμολογία
νομισματοπώλης νόμισμα + πωλώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο νομισματοπώλης

✦ ο πωλητής αρχαίων νομισμάτων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.