νομικός


νομικός
Προφορά

Ετυμολογία
νομικός αρχαία ελληνική νομικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ νομικός -ή, -ό

✦ ο αναφερόμενος στους νόμους
✦ που υπάρχει σύμφωνα με το νόμο
✦ νομικός (ο κ. η) ως ουσ., νομομαθής, δικηγόρος
✦ θηλ. η νομική κ. πληθ. ουδ. τα νομικά ως ουσ., η επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη του δικαίου και των νόμων
✦ νομικό πρόσωπο, ένωση προσώπων ως ιδιαίτερο υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που συστήνεται για την επίτευξη σκοπού και τηρεί τα προβλεπόμενα από το νόμο: νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (ΝΠΔΔ), που εκπληρούν σκοπούς κρατικής αρμοδιότητας – νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου (ΝΠΙΔ), τα δημιουργούμενα με ελεύθερη βούληση ιδιωτών (π.χ. σωματεία, ιδρύματα, επιτροπές εράνων κτλ.)

Συνώνυμα

Αντίθετα
φυσικός
Επιρρήματα
νομικά (Κ νομικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.