νομικισμός
Προφορά
Ετυμολογία
νομικισμός νομικός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο νομικισμός
✦ σοφιστική ερμηνεία νόμων, δικολαβισμός
✦ ερμηνεία πολιτικών και κοινωνικών θεμάτων με σχολαστική προσκόλληση στο γράμμα του νόμου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–