νομευτικός


νομευτικός
Προφορά

Ετυμολογία
νομευτικός αρχαία ελληνική νομευτικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ νομευτικός -ή, -ό

✦ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νομέα ή τη νομή
✦ ο κατάλληλος για βοσκή: νομευτικά φυτά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.