νομενκλατούρα
Προφορά
Ετυμολογία
νομενκλατούρα └λατιν┘ nomenclatura (= ονομαστικός κατάλογος)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η νομενκλατούρα
✦ κατάλογος αξιωματούχων, ιδ. σοσιαλιστικού καθεστώτος
✦ η προνομιούχα κοινωνική τάξη των αξιωματούχων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–