νομέας


νομέας
Προφορά

Ετυμολογία
νομέας αρχαία ελληνική νομεύς

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο νομέας

✦ θηλ. νομεύς, -έως (Κ νομεύς, -έως) πρόσωπο που έχει τη νομή, την επικαρπία ξένου πράγματος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.