νομάς


νομάς
Προφορά

Ετυμολογία
νομάς αρχαία ελληνική νομάς

Ερμηνεία
νομάς

✦ -άδος (ο, η) ουσ. βοσκός που περιπλανιέται από τόπο σε τόπο: νομάδες που αναζητούν κάποια πρόσκαιρη βοσκή για τα ισχνά κοπάδια, τις γίδες τους (Άγγ. Βλάχος)
✦ άνθρωπος χωρίς μόνιμη κατοικία
✦ πληθ. νομάδες, φυλές που δεν έχουν μόνιμη κατοικία, αλλά περιπλανώνται από τόπο σε τόπο για ανεύρεση βοσκής για τα ποίμνιά τους: αρχίζει η έρημος της Ιδουμαίας, κατοικημένη μόνο από νομάδες με τις κατσίκες τους (Άγγ. Βλάχος)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.