νομάρχισσα


νομάρχισσα
Προφορά

Ετυμολογία
νομάρχισσα αρχαία ελληνική νομάρχης

Ερμηνεία
νομάρχισσα

✦ ουσ. θηλ. νομάρχισσα (Κ -χις, -ιδος) ανώτερος διοικητικός υπάλληλος, προϊστάμενος νομού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.