νοκ άουτ
Προφορά
Ετυμολογία
νοκ άουτ └αγγλ┘knock out
Ερμηνεία
νοκ άουτ
✦ άκλ. όρος της πυγμαχίας που δηλώνει ότι ο αντίπαλος, μετά από χτύπημα, μένει στο έδαφος μέχρι το τέλος του μετρήματος του κανονισμένου χρόνου
✦ φρ. βγήκε νοκ άουτ, εξαντλήθηκε, αδυνατεί να συνεχίσει
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–