νοικοκύρης


νοικοκύρης
Προφορά

Ετυμολογία
νοικοκύρης μεσαιωνική ελληνική νοικοκύρης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο νοικοκύρης

✦ οικοδεσπότης
✦ ιδιοκτήτης σπιτιού, σπιτονοικοκύρης
✦ αυτεξούσιος, κύριος
✦ συνετός διαχειριστής
✦ ευκατάστατος αστός ή αγρότης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.