νοικοκυροσύνη


νοικοκυροσύνη
Προφορά

Ετυμολογία
νοικοκυροσύνη νοικοκύρης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η νοικοκυροσύνη

✦ η ιδιότητα του νοικοκύρη ή της νοικοκυράς
✦ επιμέλεια στη διαχείριση των οικονομικών του σπιτιού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.