νοικοκερεύω


νοικοκερεύω
Προφορά

Ετυμολογία
νοικοκερεύω νοικοκύρης

Ερμηνεία
νοικοκερεύω

✦ κ. νοικοκερεύω ρ. (νοικοκύρ-εψα, -εύτηκα, -εμένος) κάνω κάποιον νοικοκύρη, του εξασφαλίζω οικονομική άνεση
✦ τακτοποιώ, συγυρίζω: μια που καθάρισε και νοικοκέρεψε τα πάντα (Ν. Εγγονόπουλος)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.