νοικάρισσα


νοικάρισσα
Προφορά

Ετυμολογία
νοικάρισσα └ουσ┘ νοίκι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο νοικάρισσα

✦ θηλ. νοικάρισσα ενοικιαστής

Συνώνυμα

Αντίθετα
νοικοκύρης
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.