νοιάζομαι


νοιάζομαι
Προφορά

Ετυμολογία
νοιάζομαι μεσαιωνική ελληνική ἐννοιάζομαι

Ερμηνεία
νοιάζομαι

✦ κ. γνοιάζομαι ρ. (γνοιάστηκα) φροντίζω για κάποιον ή για κάτι: δε νοιάστηκε τα παιδιά του όσο έπρεπε – έχουμε κάποιους συγκάτοικους που μας νοιάζονται (Γ. Θέμελης)
✦ (αμτβ.) έχω έγνοιες, ανησυχώ: μη νοιάζεσαι, όλα θα πάνε καλά

Συνώνυμα

Αντίθετα
ξενοιάζω
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.