νοθεύω
Προφορά
Ετυμολογία
νοθεύω μεταγενέστερη ελληνική νοθεύω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ νοθεύω
✦ παραποιώ, καταστρέφω τη γνησιότητα: ο Σολωμός είχε το πλεονέκτημα που δε νόθεψε τη γλώσσα του ο λογιότατος (Γ. Σεφέρης)
✦ αλλοιώνω τη σύσταση ενός πράγματος με προσθήκη ξένων ουσιών για εξαπάτηση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–