νοητικός


νοητικός
Προφορά

Ετυμολογία
νοητικός αρχαία ελληνική νοητικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ νοητικός -ή, -ό

✦ ο αναφερόμενος στη νόηση
✦ ο ικανός να νοεί, να σκέφτεται

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.