νοησιαρχία
Προφορά
Ετυμολογία
νοησιαρχία νόησις + άρχω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η νοησιαρχία
✦ (νόησις + κρατώ) φιλοσοφική θεωρία που δέχεται ότι η νόηση είναι η ανώτατη ψυχική δύναμη και ότι η γνώση αποτελεί το ύψιστο αγαθό. Διεθνής όρος: intellectualismus
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–