νοημοσύνη


νοημοσύνη
Προφορά

Ετυμολογία
νοημοσύνη νοήμων

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η νοημοσύνη

✦ ικανότητα νόησης, ευφυΐα
✦ (ψυχολ.) ικανότητα αντίληψης, μάθησης και προσαρμογής
✦ τεχνητή νοημοσύνη {μτφρ. του αγγλικά artificial intelligence) η ικανότητα μηχανών να υποδύονται ή να υπερβαίνουν την ανθρώπινη νοητική συμπεριφορά και ο σχετικός κλάδος σπουδών

Συνώνυμα

Αντίθετα
ανοησία
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.