νιόπαντρος


νιόπαντρος
Προφορά

Ετυμολογία
νιόπαντρος νέος + παντρεύομαι

Ερμηνεία
επίθετο┘ νιόπαντρος -η, -ο

✦ πρόσωπο που μόλις παντρεύτηκε: κοπέλες, γριές και νιόπαντρες και χήρες παν στη ρούγα (Σ. Πασαγιάννης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.