νιόπαντρος Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply νιόπαντροςΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/4/νιόπαντρος.mp3Ετυμολογίανιόπαντρος νέος + παντρεύομαι Ερμηνεία└επίθετο┘ νιόπαντρος -η, -ο ✦ πρόσωπο που μόλις παντρεύτηκε: κοπέλες, γριές και νιόπαντρες και χήρες παν στη ρούγα (Σ. Πασαγιάννης) Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–