νιόκοπος


νιόκοπος
Προφορά

Ετυμολογία
νιόκοπος αρχαία ελληνική νεόκοπος

Ερμηνεία
νιόκοπος

✦ κ. νιόκοπος, -η, -ο επίθ. (Κ νεόκοπος, -ος, -ον) αυτός που κόπηκε πριν από λίγο, ο πρόσφατης κοπής: το κανόνι… γυάλιζε σαν το νιόκοπο φλουρί (Π. Πρεβελάκης)
✦ (κατ’ επέκτ.) πρόσφατος: η αλήθεια βγαίνει χυτή σαν το νιόκοπο άγαλμα (Οδ. Ελύτης)
✦ (μτφ. για πρόσ.) αυτός που εμφανίζεται για πρώτη φορά σ’ έναν τομέα δραστηριότητας και χαρακτηρίζεται από έλλειψη πείρας και μετριοφροσύνης: νεόκοπος δικηγόρος-πολιτικός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.