νιόβγαλτος


νιόβγαλτος
Προφορά

Ετυμολογία
νιόβγαλτος νεόβγαλτος

Ερμηνεία
επίθετο┘ νιόβγαλτος -η, -ο

✦ άπειρος, αρχάριος, πρωτόβγαλτος: φερνότανε με τούτο το κοριτσόπουλο σα νιόβγαλτος μαθητάκος (Διδώ Σωτηρίου)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.