νιχιλίστρια


νιχιλίστρια
Προφορά

Ετυμολογία
νιχιλίστρια └διεθν┘nihiliste

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο νιχιλίστρια

✦ θηλ. νιχιλίστρια βλ. μηδενιστής

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.