νιρβάνα


νιρβάνα
Προφορά

Ετυμολογία
νιρβάνα ινδ. nirvana

Ερμηνεία
νιρβάνα

✦ άκλ. ουσ. η εκμηδένιση του προσωπικού εγώ, κατάσταση μακαριότητας, το ύψιστο αγαθό σύμφωνα με τη διδασκαλία του βουδισμού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.