νιπτήρας


νιπτήρας
Προφορά

Ετυμολογία
νιπτήρας αρχαία ελληνική νιπτήρ

Ερμηνεία
νιπτήρας

✦ (Κ νιπτήρ, -ήρος) λεκάνη φορητή ή τοποθετημένη στον τοίχο, για το πλύσιμο χεριών και προσώπου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.