νιοστός


νιοστός
Προφορά

Ετυμολογία
νιοστός από το γράμμα ν που στις αλγεβρικές παραστάσεις δηλώνει τον εκθέτη μιας δυνάμεως: (αν) όπου α πραγματικός αριθμός και ν φυσικός αριθμός

Ερμηνεία
επίθετο┘ νιοστός -ή, -ό

✦ αυτός που γίνεται ή λέγεται κατ’ επανάληψη, που έχει επαναληφθεί άπειρες φορές: η νιοστή εξαγγελία των έργων – για νιοστή φορά εξήγγειλαν μέτρα για την καταπολέμηση του νέφους

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.