νηογνώμονας
Προφορά
Ετυμολογία
νηογνώμονας ναυς + γνώμων
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο νηογνώμονας
✦ εύχρ. ιδ. στον πληθ. νηογνώμονες, τεχνικός οργανισμός, διεθνώς αναγνωρισμένος, για τη σύνταξη κανόνων και διατάξεων που αφορούν τη ναυπήγηση και κατάταξη πλοίων άνω των 100 κόρων ολικής χωρητικότητας, καθώς και για την παρακολούθηση των εγγεγραμμένων σ’ αυτούς πλοίων από τη ναυπήγησή τους και καθόλη τη διάρκεια της ενεργού ζωής τους
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–