νεύω


νεύω
Προφορά

Ετυμολογία
νεύω αρχαία ελληνική νεύω

Ερμηνεία
ρήμα νεύω

✦ κλίνω το κεφάλι προς τα εμπρός
✦ κινώ ελαφρά το κεφάλι, τα μάτια, το χέρι ή τα χείλη, κάνω νόημα ότι συμφωνώ, αποδέχομαι, εγκρίνω ή επιτρέπω κάτι ή, αντιθέτως, ότι αρνούμαι, απαγορεύω κάτι, γνέφω: ώσπου εμειδίασαν κι ένευσαν ελαφρώς (Κ. Καβάφης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.