νεύρωση


νεύρωση
Προφορά

Ετυμολογία
νεύρωση μεσαιωνική ελληνική νεύρωσις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η νεύρωση

(ιατρ.) πάθηση που χαρακτηρίζεται από ψυχογενείς διαταραχές χωρίς οργανική βλάβη: νεύρωση του στομάχου
✦ (βοταν.) η διάταξη των φυτικών ινών στο φύλλο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.